παλαιοβιβλιοπώλης

παλαιοβιβλιοπώλης
bouquiniste

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • παλαιοβιβλιοπώλης — ο, θηλ. ισσα βιβλιοπώλης που εμπορεύεται παλαιά, ιδίως μεταχειρισμένα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + βιβλιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σ. Κ. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοβιβλιοπώλης — ο αυτός που πουλά παλιά βιβλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοβιβλιοπωλείο — το [παλαιοβιβλιοπώλης] εμπορικό κατάστημα πώλησης παλιών, ιδίως μεταχειρισμένων βιβλίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”